- όσα
- (ΑΜ ὅσα)επίρρ. βλ. όσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὅσα — ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
‘΄Οσα ψάμαθός τε κόνις τε. — См. Песка морского … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁπόσα φάρμακα οὐκ ἰῆται, σίδηρος ἰῆται, ὅσα σίδηρος οὐκ ἰῆται, πῦρ ἰῆται. — См. Железный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὅσαπερ — ὅσα , ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσ' — ὅσα , ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσε , ὅσος as great as masc voc sg ὅσαι , ὅσος as great as fem nom/voc pl ὅσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσας — ὅσᾱς , ὅσος as great as fem acc pl ὅσᾱς , ὅσος as great as fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσασπερ — ὅσᾱς , ὅσος as great as fem acc pl ὅσᾱς , ὅσος as great as fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — οσα, οσμένος 1. προσαρμόζω, συναρμολογώ: Το χέρι του μαχαιριού δεν ήταν καλά αρμοσμένο. 2. συμφωνώ, ταιριάζω: Του δωσες την απάντηση που άρμοζε. 3. απρόσ. αρμόζει πρέπει, είναι σωστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὅσαν — ὅσᾱν , ὅσος as great as fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek